κυτιοποιός

κυτιοποιός
ο , η изготовитель, -ница коробок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κυτιοποιός" в других словарях:

  • κυτιοποιός — ο αυτός που κατασκευάζει κουτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυτίον + ποιός (< ποιῶ). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • κυτιοποιία — η [κυτιοποιός] 1. η τέχνη τής κατασκευής κουτιών 2. η βιομηχανία κατασκευής κουτιών …   Dictionary of Greek

  • κυτιοποιείο — το εργαστήριο κατασκευής κουτιών, ιδίως από χαρτόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυτιοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. κυτιοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1896 σε επιγραφή εργαστηρίου τής Αθήνας] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»